στερεομετρία — στερεομετρίᾱ , στερεομετρία measurement of solids fem nom/voc/acc dual στερεομετρίᾱ , στερεομετρία measurement of solids fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεομετρία — η κεφάλαιο της γεωμετρίας που εξετάζει τα σχήματα των στερεών σωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεομετρίας — στερεομετρίᾱς , στερεομετρία measurement of solids fem acc pl στερεομετρίᾱς , στερεομετρία measurement of solids fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεομετρίαν — στερεομετρίᾱν , στερεομετρία measurement of solids fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεομετρίαις — στερεομετρία measurement of solids fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεομετρικός — ή, ό / στερεομετρικός, ή, όν, ΝΑ [στερεομετρία.] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεομετρία νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η στερεομετρική (φωτογραμμ.) η τεχνική στερεοσκοπικής μέτρησης τών διαστάσεων τών σωμάτων … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
δενδρομετρική — η 1. η καταμέτρηση τών διαστάσεων δένδρων με δενδρόμετρο 2. κλάδος τής δασολογίας, δασική στερεομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ν. Χλωρό] … Dictionary of Greek
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek